κολοβῶν

κολοβῶν
κολοβός
docked
masc/fem/neut gen pl
κολοβόω
dock
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κολοβόω
dock
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κολοβόω
dock
pres part act masc nom sg
κολοβόω
dock
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… …   Dictionary of Greek

  • Ταβιηνοί — Λαός της Αιθιοπίας, οι οποίοι κατοικούσαν, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, στα δεξιά του Νείλου, μεταξύ των Κολοβών και Σιρτιβέων. Σύμφωνα με νεότερους ερευνητές, κατοικούσαν στα βόρεια κράσπεδα του αιθιοπικού οροπεδίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”